Σήμερα θέλω να μιλήσω για έναν άνθρωπο που σιχαίνομαι
*
Σήμερα θέλω να μιλήσω για έναν άνθρωπο που σιχαίνομαι με όλο μου το είναι. Τον μισώ μέχρι εκεί που δεν παίρνει και ελπίζω να μην ξαναπεράσει κανένας σαν κι αυτόν.
Τον Άλμπερτ Σβάιτσερ.
Γεννήθηκε το 1875 στην Αλσατία, που ήταν γαλλική, μετά γερμανική, μετά πάλι γαλλική…
Οι γονείς του ήταν μπαγκέτες αλλά όταν γεννήθηκε η Αλσατία είχε κατακτηθεί οπότε πολιτογραφήθηκε σνιτσελάς. Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός πάστορας, σοβαρός άνθρωπος, που να ήξερε τι μεγάλωνε. Από την αρχή του δίδαξε μουσική οπότε και ο κανακάρης πήγε και την σπούδασε στο Παρίσι.
Μετά επέστρεψε στην Αλσατία και σπούδασε θεολογία και με την εργασία του “Η θρησκευτική φιλοσοφία του Καντ” έγινε διδάκτορας. Τον κάνανε και πάστορα, όλα καλά βολεύτηκε, δημοσιουπαλληλίκι ο δικός σου στα 30, τέλος.
ΑΜ ΔΕ ΠΟΥ ΤΕΛΕΙΩΣΕ!
Το 1905 η Ένωση Ευαγγελιστών Αποστόλων Παρισίου έκανε έκκληση για έναν γιατρό που θα έστελναν αποστολή κάπου στην Αφρική. Τι τον ένοιαζε αυτόν, θεολόγος ήταν. Τι έκανε ρε παιδιά ο σιχαμένος; Παραιτήθηκε και ξεκίνησε σπουδές ιατρικής! Αν έχεις τον θεό σου δηλαδή.
Και όταν τελείωσε, άκουσον άκουσον, επειδή ήταν λουθηρανός και όχι ευαγγελιστής του λένε δεν μπορούμε να σε χρηματοδοτήσουμε. Δεν πειράζει, πάω με δικά μου έξοδα, δώστε μου απλά έγκριση για να μπορώ να εργαστώ εκεί. Ε άλλοι κακούργοι από κει, του δώσανε.
Πήρε λοιπόν την σύζυγο του Έλεν Μπρεσλάου, νοσηλεύτρια, και το 1912 πήγανε σε ένα μέρος πίσω από τον ήλιο, Λαμπαρενέ το λέγανε, κάπου στην σημερινή Γκαμπόν, τότε γαλλική αποικία. Για να φτάσεις εκεί ήθελε βάρκα στο ποτάμι, να σε φάνε οι κροκόδειλοι ξέρω γω.
Βρήκανε εκεί ένα κτίριο που ήταν κοτέτσι πριν και το κάνανε ιατρείο. Και σιγά σιγά το φτιάξανε νοσοκομείο. Και εκεί προσφέρανε ιατρική περίθαλψη στους ντόπιους, δωρεάν…
Στους μαύρους παιδιά, στους τελευταίους πτωχούς, τους λιμασμένους, ΔΩΡΕΑΝ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ!
Τα γράφω και έχω αφρίσει μιλάμε, έξαλλος έχω γίνει. Εδώ λέμε πως θα κλείσουμε το ΕΣΥ και ο άλλος πήγαινε και άνοιγε νοσοκομεία στην Αφρική.
Ευτυχώς ήρθε ο Πρώτος Παγκόσμιος και οι Γάλλοι της Γκαμπόν τον συνέλαβαν επειδή ήταν Γερμανός και τον έστειλαν Παρίσι.
Θα ησύχαζε αυτός όμως; Αφού ήταν φανατισμένος ρε ο τύπος. Μετά τον πόλεμο πήρε γαλλική υπηκοότητα και ξαναγύρισε πίσω!
Και έφερε και άλλους υγειονομικούς μαζί!
Και η κοινή γνώμη αντί να τον πάρει με τις πέτρες τον συμπάθησε κιόλας, θα τρελαθώ ρε φίλε δεν γίνονται αυτά.
Ευτυχώς ένας δημοσιογράφος του BBC έδειξε πόσο άσχημες συνθήκες είχε το νοσοκομείο του τώρα που έλειπε η χρηματοδότηση. Πες τα ρε Βρεταννέ. Θες υποδομές ρε φίλε; Πάνε κατέκτησε μια άλλη χώρα, στράγγιξε της τον πλούτο και κάνε υποδομάρες να καμαρώνεις. Τρόπο θέλει, όχι κόπο.
Αυτός εκεί ανένδοτος, συνέχισε. Πήγαινε Ευρώπη, Αμερική, έβρισκε κονδύλια, ξαναγύριζε. Δεν έβαζε τον κώλο του κάτω με τίποτα. Το 1956 η ανεκδιήγητη επιτροπή του έδωσε Νόμπελ Ειρήνης. Το χρηματικό βραβείο αντί να το δώσει να δει το ναυάγιο του Τιτανικού το έκανε λεπροκομείο…
Επιτέλους το 1965 ξορκίστηκε και έφυγε μια και καλή.
Έφυγε μέσα στο νοσοκομείο που δημιούργησε, στην ανεξάρτητη πια Γκαμπόν.
Αντί για μαυσωλείο ζήτησε έναν απλό τάφο με έναν απλό σταυρό που έφτιαξε μόνος του. Δεν υπάρχει κάτι για να ξεχωρίζει ο τάφος του, πληβείος και στο θάνατο.
Ευτυχώς σήμερα, την εποχή του ίντερνετ που πιστεύουμε πως αν μιουτάρουμε το κακό είμαστε ασφαλείς, υπάρχουν επικριτές του.
Και θεωρώ πως εγώ και αυτοί όποτε θέλουμε παρατάμε την άνεση και την ασφάλεια, πάμε στου διαόλου την μάνα και τα κάνουμε όλα πολύ καλύτερα από τον Αλσατό.
Το μεγαλύτερο έγκλημα του στην ανθρωπότητα ήταν που έκανε πολλούς άλλους να θέλουν να του μοιάσουν. Να πιστεύουν πως ένας καλύτερος κόσμος μπορεί να ξεκινήσει από οπουδήποτε, ακόμη και έναν απλό γιατρό και την γυναίκα του.
Ώρσε ρε Σβάιτσερ!
Άντε και πολύ συγχίστηκα πάλι.
*Το σχόλιο αυτό το αλιεύσαμε στο twitter από τον χρήστη «Μπούμπης»